- νεορρύτῳ
- νεόρρυτοςfresh-flowingmasc/fem/neut dat sgνεορρύ̱τῳ , νεόρρυτοςfresh-flowingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόρρυτος — (I) νεόρρυτος, ον (Α) αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρρυτος, μελί ρρυτος]. (II) νεόρρυτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που… … Dictionary of Greek